- ξεπροβόδισμα
- το [ξεπροβοδίζω]η κατευόδωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπροβόδισμα — το, ατος προπομπή, κατευόδωση: Όλο το χωριό βγήκε για το ξεπροβόδισμα των παιδιών που φεύγανε για το μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατευόδωμα — το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω] 1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές 2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση μσν. 1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής 2. κατόρθωμα,… … Dictionary of Greek
κατευόδωση — η (AM κατευόδωσις) [κατευοδώ] καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος νεοελλ. το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει … Dictionary of Greek
προβόδωμα — το, Ν [προβοδώνω] προβόδισμα, ξεπροβόδισμα, κατευόδωση … Dictionary of Greek
προπομπή — η, ΝΜΑ [προπέμπω] το να συνοδεύει κανείς κάποιον που αποχωρεί, ξεπροβόδισμα («ἀπέπεμψαν αὐτὸν οἴκαδε προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», Ξεν.) μσν. αρχ. πομπή και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική παρέλαση β) λιτανεία γ) νεκρώσιμη πομπή αρχ. η… … Dictionary of Greek
ξέβγαλμα — ξέβγαλμα, το και ξέβγασμα, το, ατος 1. τελευταίο πλύσιμο των ρούχων: Είμαι στο ξέβγασμα της μπουγάδας. 2. παραπλάνηση, διαφθορά. 3. προπομπή, ξεπροβόδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπομπή — η 1. αποστολή από πριν. 2. το ξεπροβόδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)